δεκαδάρχης

δεκαδάρχης
δεκαδάρχης
decurio
masc nom sg
δεκαδαρχέω
to be a
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκαδάρχης — ο βλ. δεκάδαρχος …   Dictionary of Greek

  • δεκαδάρχαι — δεκαδάρχης decurio masc nom/voc pl δεκαδάρχᾱͅ , δεκαδάρχης decurio masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδαρχῶν — δεκαδάρχης decurio masc gen pl δεκαδαρχέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδάρχαις — δεκαδάρχης decurio masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδάρχην — δεκαδάρχης decurio masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδάρχῃ — δεκαδάρχης decurio masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδάρχας — δεκαδάρχᾱς , δεκαδάρχης decurio masc acc pl δεκαδάρχᾱς , δεκαδάρχης decurio masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκάδαρχος — και δεκαδάρχης, ο (Α) 1. ο δέκαρχος, ο επικεφαλής δέκα ανδρών 2. ένας από τους δέκα άρχοντες τής Ρώμης 3. τελώνης …   Dictionary of Greek

  • δεκαδάρχου — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen sg δεκαδάρχης decurio masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”